πελάτης

πελάτης
πελάτ-ης [], ου, [dialect] Dor. [suff] πέλατ-ας, , ([etym.] πελάζω)
A one who approaches or comes near, S. Ph. 1164 (lyr.) ; neighbour, Τμώλου π. A. Pers.49 (anap.).
II esp. of one who approaches a woman, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, of Ixion, S. Ph.677 (lyr.).
III one who approaches to seek protection, dependant, client, Pl. Euthphr.4c, Arist.Ath. 2.2, Phot. ; = Lat. cliens, D.H.1.83, Plu. Rom.13, etc. :—fem. [full] πελάτις, ιδος, Id.Cat.Ma.24. (Cf. ἱκέτης from ἱκνέομαι.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πελάτης — one who approaches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …   Dictionary of Greek

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”